- ἀντικνήμιον
- ἀντικνήμιον, ου, τό (ἀντί, κνήμη [‘leg’] + suffix -ιον; Hipponax [VI B.C.] 49; Aristoph., Hippocr., X. et al.; oft. pap) shin MPol 8:3.—DELG s.v. κνήμη.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἀντικνήμιον — part of the leg in front of the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀντικνήμιον — ἀντικνήμιον , ἀντικνήμιον part of the leg in front of the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τὠντικνήμιον — ἀντικνήμιον , ἀντικνήμιον part of the leg in front of the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικνημίοις — ἀντικνήμιον part of the leg in front of the neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικνημίοισι — ἀντικνήμιον part of the leg in front of the neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικνημίου — ἀντικνήμιον part of the leg in front of the neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικνημίων — ἀντικνήμιον part of the leg in front of the neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικνημίῳ — ἀντικνήμιον part of the leg in front of the neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικνήμια — ἀντικνήμιον part of the leg in front of the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άντζα — η (Μ ἄντζα) 1. η λακκούβα κάτω από το γόνατο, και επεκτ. η κνήμη 2. ο μηρός 3. το σκέλος 4. ο ταρσός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας παρά το πλήθος των προτεινόμενων ετυμολογικών ερμηνειών. Πιθανώς < ουσ. αντζί < αντίον «εργαλείο… … Dictionary of Greek
αντίκλα — η κνήμη, σκέλος, αρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντικλήνι( ον) < αρχ. αντικνήμιον «το πρόσθιο μέρος της κνήμης». Ο τ. αντικλήνι( ον) με ανομοίωση αντί αντικνή(μ)νιον. Η κατάληξη νι με απλοποίηση του μνι σε νι κατά τα πολλά ουδ. σε νι, νια] … Dictionary of Greek